δευτεροταγής

δευτεροταγής
Αυτός που είναι τοποθετημένος στη δεύτερη θέση. (Χημ.) Δ. άτομο άνθρακα είναι το άτομο του άνθρακα που είναι ενωμένο απευθείας με άλλα δύο άτομα του άνθρακα. Δ. αλκοόλη ονομάζεται εξάλλου η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της τη δισθενή ρίζα – CHOH, δ. αμίνη η οργανική χημική ένωση που θεωρείται ότι προέρχεται από την αμμωνία (ΝΗ3) με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από ισάριθμες μονοσθενείς αλκοολικές ρίζες (R, R’), και δ. άλατα οι χημικές ενώσεις που προέρχονται από την αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου ενός οξέος από ένα μέταλλο.
* * *
-ές (Α δευτεροταγής, -ές)
νεοελλ.
φρ.
1. «δευτεροταγής αλκοόλη» — οργανική ένωση που περιέχει στο μόριο της τη δισθενή ρίζα =CHOH
2. «δευτεροταγής οξίνη» — οργανική ένωση που περιέχει στο μόριο της τη δισθενή ρίζα =ΝΗ
3. «δευτεροταγές άτομο άνθρακος» — άτομο άνθρακα ενωμένο απευθείας με δύο άλλα άτομα άνθρακα
αρχ.
τοποθετημένος στη δεύτερη θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δευτεροταγής — in the second series masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμινομάδες — Αζωτούχες ρίζες, χαρακτηριστικές σε πολλές οργανικές ενώσεις (αμίνες, αμινοξέα, αμιναλκοόλες κ.ά.). Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων Η που περιέχει μία α. μπορεί να είναι πρωτοταγής ( ΝΗ2 ),δευτεροταγής ( ΝΗ ) ή τριτοταγής ( N ). Η εισαγωγή μιας… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοεξανόλη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοσθενής και δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κυκλοεξανίου …   Dictionary of Greek

  • τροπανόλη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση, δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού τροπανίου, με σημαντικότερη ισομερή μορφή της την 3 τροπανόλη, γνωστή και ως τροπίνη, η οποία αποτελεί προϊόν τής υδρόλυσης τής ατροπίνης και τής νοσκυαμίνης …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”